- επιδιεξειμι
- ἐπιδιέξειμιἐπι-διέξειμι[εἶμι] обстоятельно разбирать
(ψεύσματα καὴ πλάσματά τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ψεύσματα καὴ πλάσματά τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδιέξειμι — ἐπιδιέξειμι (Α) [διέξειμι] εξετάζω λεπτομερώς … Dictionary of Greek